- ανασυντάσσω
- (Α ἀνασυντάσσω)νεοελλ.συντάσσω πάλι, ανασυγκροτώ, ανασχηματίζωαρχ.τροποποιώ την πολεμική εισφορά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανασυντάσσω — ανασυντάσσω, ανασύνταξα και ανασυνέταξα βλ. πίν. 27 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανασυντάσσω — αξα, άχθηκα, αγμένος, συντάσσω ξανά, αναδιοργανώνω, ανασυγκροτώ: Οι οικονομικές υπηρεσίες του κράτους πρέπει να ανασυνταχθούν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανασύνταξη — η (Α ἀνασύνταξις) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ανασυντάσσω … Dictionary of Greek
αντικαθιστώ — κ. αντικατασταίνω (AM ἀντικαθίστημι, ιων. τ. κατίστημι) 1. βάζω κάτι ή κάποιον στη θέση άλλου, αναπληρώνω νεοελλ. αναπληρώνω ο ίδιος κάποιον αρχ. 1. τοποθετώ κάτι εναντίον κάποιου, αντιτάσσω 2. συμπληρώνω 3. επαναφέρω 4. ανασυντάσσω … Dictionary of Greek
εξαθροίζομαι — ἐξαθροίζομαι (Α) [αθροίζομαι] συγκεντρώνω και ανασυντάσσω τους στρατιώτες που έφυγαν από τη μάχη … Dictionary of Greek
επιπαρεμβάλλω — ἐπιπαρεμβάλλω (Α) 1. παρατάσσω ξανά, ανασυντάσσω («παραγγείλαντα πᾱσιν ἐπιπαρεμβαλεῑν τήν φάλαγγα», Πολ.) 2. (αμτβ.) μπαίνω στη γραμμή με άλλους («ἐξ ἀσπίδος ἐπιπαρενέβαλλον», Πολ.) … Dictionary of Greek
επισυνάγω — ἐπισυνάγω (AM) μαζεύω, συγκεντρώνω («ἐπισυνάγων ποιήσεις τήν κιβωτόν», ΠΔ) μσν. 1. τρυγώ 2. ανασυντάσσω («ἄπελθε, ἐπισύναξον τοὺς δυνηθέντας φεύγειν», Διγ.) αρχ. 1. συστέλλω, πτύσσω 2. παρουσιάζω ως επί πλέον επιχείρημα 3. συμπεραίνω… … Dictionary of Greek
τάσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. τάττω Α 1. βάζω, τοποθετώ σε κατάλληλη θέση 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τεταγμένος, η, ο και μόνο στη νεοελλ. και ταγμένος, η, ο α) τοπ. ο παρατεταγμένος β) χρον. ο καθορισμένος από πριν, προδιαγεγραμμένος νεοελλ. 1. ορίζω … Dictionary of Greek
ἀνασυντάξας — ἀνασυντάξᾱς , ἀνασυντάσσω reassess war tax aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)